- δίχολος
- δί-χολος [ῐ], ον,A with double gall, Ael.NA11.29.II at variance, πόλις cj. in Alc.37 A; δ. γνῶμαι, = διάφοροι, Achae.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίχολος — δίχολος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διπλή χολή 2. εχθρικός 3. ο πολύ πικρός … Dictionary of Greek
δίχολα — δίχολος with double gall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίχολοι — δίχολος with double gall masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek